- ανακλητήριος
- -α, -οαυτός με τον οποίο γίνεται η ανάκληση: Στάλθηκε στον πρεσβευτή το ανακλητήριο έγγραφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανακλητήριος — ια, ιο (Α ἀνακλητήριος) 1. αυτός που προκαλεί ανάκληση*, επιστροφή, επάνοδο 2. αυτός που επισημοποιεί ακύρωση, ο ακυρωτικός αρχ. ἀνακλητήρια, τα γιορτή που γινόταν κατά τη στέψη βασιλέως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκληση( ις). Η λ. ανακλητήριος με τη… … Dictionary of Greek
ανακλητικός — ή, ό 1. ανακλητήριος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., το ανακλητικό το βραδινό σάλπισμα για την επάνοδο των στρατιωτών στους στρατώνες τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)